- ἀναστήματι
- ἀνάστημαheightneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προωχής — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἵππος ὁ ἐκ τῶν ὄπισθεν μετέωρος καὶ τῷ ἀναστήματι καὶ τῇ ἱππασίᾳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ωχ (εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. ἔχω*) + κατάλ. ής] … Dictionary of Greek